λοφιαῖς

λοφιαῖς
λοφιά
mane
fem dat pl (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λοφίαις — λοφίας first dorsal vertebra and skin over it masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοφιά — η (AM λοφιά, Α ιων. τ. λοφιή) [λόφος] χαίτη ζώου ή οι τρίχες που βρίσκονται στη ράχη μερικών ζώων («ἡ δὲ ὕαινα... λοφιὰν ἔχει δι ὅλης τῆς ράχεως», Αριστοτ.) νεοελλ. το λοφίο που βρίσκεται στο κεφάλι ορισμένων πτηνών αρχ. 1. το πτερύγιο τής ράχης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”